- πτερύγισμα
- πτερῠγ-ισμα, ατος, τό,A flapping of the wings, cj. for πτέρισμα in Longin.Proll.Heph.p.83 C. (pl.); τερετίς ματα cj. Nauck (Hermes 24.467).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερύγισμα — το, ΝΜΑ [πτερυγίζω] η κίνηση των φτερών κατά την πτήση, το φτερούγισμα … Dictionary of Greek
πτερυγίσματα — πτερύγισμα flapping of the wings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)